- ἔστερξαν
- στέργωloveaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκύνημα — το, ατος 1. εκδήλωση λατρείας και θρησκευτικού σεβασμού, αλλ. προσκύνηση, η: Προσκύνημα στον τάφο του μεγάλου ευεργέτη. 2. τόπος ιερός που επισκέπτονται οι πιστοί: Το προσκύνημα των μωαμεθανών είναι η Μέκκα. 3. υποταγή υποτελούς σε κυρίαρχο: Οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)